«Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες τα θερινά τα σινεμά…» τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, περιγράφοντας γλαφυρά τη μοναδική μαγεία του θερινού κινηματογράφου. Πράγματι, οι θερινοί κινηματογράφοι είναι συνυφασμένοι με το ελληνικό καλοκαίρι: η ώρα που πέφτει το σκοτάδι, το ζεστό βραδινό αεράκι, οι μυρωδιές από αγιόκλημα, γιασεμί – και ναι, κάποιες φορές και από αντικουνουπικό σπρέι! Στην οθόνη προβάλλεται μια κλασική ταινία ή πρεμιέρα πρώτης προβολής, ενώ στ’ αυτιά μας φτάνουν τα τριζόνια και το μακρινό κύμα. Από τα πρώτα αθώα σκιρτήματα κάτω απ’ τα αστέρια μέχρι τις πρόσφατες πρωτοβουλίες διάσωσης ιστορικών αιθουσών, ακολουθεί μια ιστορική αναδρομή σε αυτό το ιδιαίτερο κομμάτι πολιτισμού, με πληροφορίες, παραδείγματα και στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν την εξέλιξή του στον χρόνο.
Πρώτες προβολές κάτω από τον ουρανό – Τα ξεκινήματα στις αρχές του 20ού αιώνα
Οι απαρχές του θερινού σινεμά στην Ελλάδα μας μεταφέρουν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο κινηματογράφος ήταν ένα νέο θαύμα. Ο κινηματογράφος έκανε την εμφάνισή του στην Αθήνα ήδη το 1896. Λίγα χρόνια αργότερα, περίπου το 1900, έγιναν οι πρώτες υπαίθριες προβολές: πλανόδιοι διασκεδαστές έστηναν μεγάλα πανιά σε ανοιχτούς χώρους, συνήθως σε πλατείες, και πρόβαλλαν τις πρώτες βουβές ταινίες στο κοινό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1904, στην πλατεία Συντάγματος, οι Αθηναίοι παρακολούθησαν με δέος το θρυλικό φιλμ «Ταξίδι στη Σελήνη» του Ζορζ Μελιές – μία από τις πρώτες κινηματογραφικές προβολές στη χώρα. Η εμπειρία του να βλέπει κανείς μια ταινία κάτω από τον έναστρο ουρανό ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και μοναδικό για την εποχή, γι’ αυτό και σταδιακά απέκτησε φανατικούς οπαδούς.
Στην αρχή, οι υπαίθριες αυτές προβολές ήταν δωρεάν, με μοναδικό «αντάλλαγμα» την κατανάλωση ποτών από τους θεατές – ένα μοντέλο που θύμιζε τα καφενεία. Πολύ σύντομα όμως, και ειδικά λίγο πριν τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθιερώθηκε κανονικό εισιτήριο για την είσοδο στους θερινούς κινηματογράφου. Ήδη στη δεκαετία του 1910 εμφανίστηκαν οι πρώτοι μόνιμοι θερινοί κινηματογράφοι στην Ελλάδα, αποκτώντας σταθερούς χώρους προβολής αντί για πρόχειρες εγκαταστάσεις.
Το θερινό «Σινέ Κήπος» στα Χανιά, με φόντο το ιστορικό ρολόι του Δημοτικού Κήπου – λειτουργεί αδιάλειπτα από το 1912 και διεκδικεί τον τίτλο του αρχαιότερου εν λειτουργία θερινού κινηματογράφου στον κόσμο. Οι πρώτες μόνιμες θερινές αίθουσες άνοιξαν στην Αθήνα τις πρώτες δεκαετίες του 1900: η θρυλική «Αίγλη» στο Ζάππειο ξεκίνησε να λειτουργεί ήδη από το 1903, προβάλλοντας ως πρώτη ταινία την γαλλική κωμωδία «Δέκα γυναίκες κυνηγούν έναν άντρα». Λίγο αργότερα (1905) ακολούθησε η «Δεξαμενή» στο Κολωνάκι, ενώ στα προάστια των Αθηνών εμφανίστηκαν ιστορικά σινεμά όπως η «Μπομπονιέρα» στην Κηφισιά (λειτουργεί από το 1918). Η τάση εξαπλώθηκε και πέρα από την πρωτεύουσα: ήδη το 1912, ο δημοτικός θερινός «Κήπος» στα Χανιά έκανε την εμφάνισή του, και μάλιστα παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα, διεκδικώντας τον τίτλο του παλαιότερου εν ζωή θερινού σινεμά στον κόσμο. Οι θερινοί κινηματογράφοι εκείνης της εποχής συνδύαζαν την ανεπιτήδευτη ψυχαγωγία με άλλες μορφές τέχνης: πριν από την προβολή της ταινίας ήταν σύνηθες να παίζεται θέατρο σκιών (Καραγκιόζης) για μικρούς και μεγάλους, ενώ σε περιόδους πολέμου οι μπομπίνες των επίκαιρων έδειχναν στρατιωτικά ενημερωτικά φιλμάκια. Η νέα αυτή μορφή διασκέδασης ριζώνει σιγά σιγά στην ελληνική κοινωνία, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη μετέπειτα άνθισή της.
Δεκαετίες ’50–’60: Η χρυσή εποχή των θερινών σινεμά
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Eμφύλιο, η Ελλάδα μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης και μαζί της ανθίζει και ο κινηματογράφος – τόσο η ίδια η εγχώρια παραγωγή ταινιών όσο και η κουλτούρα του θερινού σινεμά. Οι δεκαετίες του 1950 και 1960 θεωρούνται η χρυσή εποχή των θερινών κινηματογράφων. Σε μια περίοδο που ο ελληνικός κινηματογράφος γνώριζε άνθιση με πληθώρα ταινιών, τα θερινά σινεμά πολλαπλασιάστηκαν ραγδαία σε κάθε γειτονιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 υπήρχαν μόνο στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, του Πειραιά και των προαστίων γύρω περίπου 320 θερινές αίθουσες! Κάθε γειτονιά είχε και το σινεμά της, από τα Πατήσια μέχρι τον Πειραιά, και φυσικά σε όλες τις μεγάλες πόλεις και τα νησιά της χώρας λειτουργούσαν υπαίθριες κινηματογραφικές σκηνές. Το θερινό σινεμά είχε πλέον εξελιχθεί σε αγαπημένη συνήθεια των Ελλήνων: προσέφερε τη δυνατότητα να δουν κανείς πολλές και καλές (εγχώριες και ξένες) ταινίες δροσιζόμενος στο βραδινό αεράκι, κάτω από το φως του φεγγαριού και των αστεριών.
Τα στατιστικά στοιχεία της εποχής αποτυπώνουν το πόσο δημοφιλές ήταν αυτό το είδος ψυχαγωγίας. Το 1967 –στο απόγειο της ακμής– κόπηκαν σχεδόν 31 εκατομμύρια εισιτήρια στα θερινά σινεμά όλης της χώρας. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος, αρκεί να σκεφτούμε ότι πέντε χρόνια νωρίτερα (το 1964) είχαν κοπεί 23 εκατ. εισιτήρια, ενώ μία δεκαετία μετά (1975) μόλις 10 εκατομμύρια. Οι αριθμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν τη φρενίτιδα των θερινών προβολών στα ’60s, αλλά προμηνύουν και την επερχόμενη πτώση που θα έφερναν οι αλλαγές στην τεχνολογία και στις συνήθειες ψυχαγωγίας.
Στη χρυσή εκείνη εποχή, ο θερινός κινηματογράφος δεν ήταν απλώς μια προβολή – ήταν ολόκληρη εμπειρία. Οι αναμνήσεις παλιών σινεφίλ είναι χαρακτηριστικές: στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, γύρω από την πλατεία Αριστοτέλους, τα καφενεδάκια έβραζαν ελληνικό καφέ και τηγάνιζαν λουκουμάδες για το διάλειμμα, οι πλανόδιοι πουλούσαν κουλούρια και δροσιστική τζιτζιμπίρα, ενώ ήξεραν απέξω το πρόγραμμα των προβολών για να διαλαλούν τις ταινίες. Σε ένα κλασικό θερινό σινεμά της εποχής, το χαλίκι στο δάπεδο, η παγωμένη γκαζόζα στο χέρι, ο πασατέμπος (σπόρια) και οι καρέκλες σκηνοθέτη συνέθεταν τη γνώριμη εικόνα του θερινού κινηματογράφου. Πολλοί θυμούνται ακόμα λεπτομέρειες όπως το άρωμα του γιασεμιού που ανέβαινε από τις γλάστρες, ή τις ουρές στα θερινά σινεμά της Αθήνας για την περίφημη χειροποίητη τυρόπιτα που σέρβιραν ορισμένα (π.χ. στον ιστορικό θερινό «Αθηναία» στο Κολωνάκι). Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι για μια ολόκληρη γενιά, η φράση “πάμε θερινό” σήμαινε πολλά περισσότερα από μια απλή έξοδο: ήταν συνώνυμο καλοκαιρινής απόδρασης και ρομαντικής διάθεσης, ακόμα και μέσα στην πόλη.
Αρκετά από τα πιο εμβληματικά θερινά σινεμά της Ελλάδας άνοιξαν ή γνώρισαν άνθιση σε εκείνες τις δεκαετίες. Στην Αθήνα, το «Θησείον» κάτω από την Ακρόπολη άνοιξε το 1935 (και λειτουργεί αδιάλειπτα έως σήμερα) το «Σινέ Παρί» στην Πλάκα πρωτολειτούργησε τη δεκαετία του ’20 (1920) από έναν κομμωτή που γύρισε από το Παρίσι και έδωσε στο σινεμά το όνομα της Πόλης του Φωτός, ενώ το «Παλλάς» στην οδό Στουρνάρη είχε ήδη ξεκινήσει από το 1925 (στην ταράτσα του ομώνυμου χειμερινού κινηματογράφου). Στη Θεσσαλονίκη, η πλατεία Αριστοτέλους φιλοξενούσε τη δεκαετία του ’50 όχι μία αλλά πέντε θερινές αίθουσες γύρω της. Στην επαρχία, θρυλικοί θερινοί κινηματογράφοι έκαναν την εμφάνισή τους επίσης: το «Εξωραϊστική» στον Βόλο λειτουργεί από το 1930, το «Ηλέκτρα» στο Λουτράκι από το 1937 μέσα σε ευωδιαστό κήπο με ευκαλύπτους και γιασεμιά, ενώ στη Σύρο ο «Θερινός Παλλάς» στεγάζεται από το 1950 σε ένα ιστορικό κτήριο του 19ου αιώνα. Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, από τα νησιά ως τα ορεινά χωριά, στήνονταν θερινές προβολές – άλλοτε σε αυλές καφενείων, άλλοτε σε υπαίθριους δημοτικούς χώρους – δημιουργώντας μια παλλόμενη πολιτιστική ζωή τα καλοκαιρινά βράδια.
Από την παρακμή στη διάσωση: η δοκιμασία των ’80s και ’90s
Καμία χρυσή εποχή δεν κρατά για πάντα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, νέες τεχνολογίες και κοινωνικές αλλαγές άρχισαν να φέρνουν πλήγμα στους θερινούς κινηματογράφους. Ο ερχομός της τηλεόρασης στην Ελλάδα σταδιακά κράτησε τον κόσμο στο σπίτι, στερώντας κοινό από τα σινεμά. Ειδικά τη δεκαετία του ’80, με την έκρηξη των βιντεοκασετών (VHS) αφενός και την εξάπλωση της τηλεόρασης αφετέρου –με αποκορύφωμα την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στα τέλη των ’80s– οι θερινοί κινηματογράφοι μπήκαν σε περίοδο βαθιάς κρίσης. Πολλές άλλοτε ακμάζουσες θερινές αίθουσες, αδυνατώντας να ανταγωνιστούν το «καναπέ και βιντεοκασέτα», έκλεισαν η μία μετά την άλλη. Ορισμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, μετέτρεψαν την παράδοση των υπαίθριων προβολών σε drive-in cinemas ήδη από τα ’60s, όμως στην Ελλάδα το concept του drive-in δεν επικράτησε σε βάθος χρόνου. Έτσι, τα κλασικά θερινά σινεμά είτε μαράζωσαν είτε χάθηκαν κάτω από την πίεση της τηλεοπτικής διασκέδασης και αργότερα του home cinema.
Παρά τις δυσκολίες, μερικά ιστορικά θερινά σινεμά “δεν το έβαλαν κάτω” και κατάφεραν να επιβιώσουν, αποτελώντας γέφυρα μεταξύ του χθες και του σήμερα. Στην Αθήνα, τέτοιες περιπτώσεις είναι το «Σινέ Ψυρρή» (που διατηρεί μέχρι σήμερα ατμόσφαιρα παλιάς Αθήνας, πνιγμένο στο γιασεμί και σερβίροντας ακόμα και σπιτική σανγκρία στο μπαρ του), η κλασική «Αθηναία» στο Κολωνάκι (γνωστή για τη θρυλική χειροποίητη τυρόπιτα στο διάλειμμα) καθώς και τα ιστορικά σινεμά των Εξαρχείων «Ριβιέρα» και «ΒΟΞ», όπου έχουν μεγαλώσει γενιές σινεφίλ. Στα Πετράλωνα, ο «Ζέφυρος» σε μια καταπράσινη αυλή (πρωτολειτούργησε τη δεκαετία του ’30) παραμένει διαχρονικός αγαπημένος των κινηματογραφόφιλων. Και δίπλα στο κύμα, στο Φάληρο, το «Σινέ Φλοίσβος» συνεχίζει να προσφέρει την εμπειρία της ταινίας με τη συνοδεία των θαλάσσιων κυμάτων Αυτές οι αίθουσες-θρύλοι λειτουργούν ως ζωντανά νοσταλγικά μνημεία, υπενθυμίζοντας στις νεότερες γενιές την αίγλη μιας άλλης εποχής.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μάλιστα, η Πολιτεία αναγνώρισε την πολιτιστική αξία των θερινών κινηματογράφων και κινήθηκε για την προστασία τους. Το 1997, με πρωτοβουλία του ΥΠΕΧΩΔΕ (τότε υπουργού Κ. Λαλιώτη) και στήριξη της Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, χαρακτηρίστηκε διατηρητέα η χρήση 47 θερινών κινηματογράφων στο λεκανοπέδιο Αθηνών. Σύμφωνα με αυτή την απόφαση, ακόμη κι αν οι συγκεκριμένοι κινηματογράφοι κλείσουν, ο χώρος τους δεν επιτρέπεται να αλλάξει χρήση (να οικοδομηθεί ή να γίνει κάτι άλλο). Αυτό το μέτρο ουσιαστικά έσωσε πολλές ιστορικές αυλές από την ανοικοδόμηση και τη μετατροπή τους σε πολυκατοικίες, διασφαλίζοντας ότι η “ψυχή” τους θα μπορούσε να αναβιώσει στο μέλλον. Η ίδια η Μελίνα Μερκούρη, οραματίστρια στον τομέα του πολιτισμού, είχε συμβάλει και σε άλλα πρακτικά μέτρα: π.χ. χάρη σε δικές της παρεμβάσεις, θερινά σινεμά όπως η «Αθηναία» και η «Ριβιέρα» απέκτησαν πρόσοψη σε πεζόδρομο, αναβαθμίζοντας την παρουσία τους στην πόλη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ιστορικός θερινός κινηματογράφος «Τιτάν» στο Αιγάλεω. Είχε πρωτολειτουργήσει προπολεμικά, ξανάνοιξε μετά τον πόλεμο το 1947 και λειτούργησε έως το 1988, οπότε και έκλεισε. Όμως το αίτημα των κατοίκων να ξαναζωντανέψει δεν έσβησε ποτέ. Το 2022 ξεκίνησαν εργασίες πλήρους αποκατάστασης από τον Δήμο, με στόχο το καλοκαίρι του 2023 να ανοίξει και πάλι τις πόρτες του, ικανοποιώντας ένα διαχρονικό αίτημα της τοπικής κοινωνίας. Αντίστοιχες πρωτοβουλίες βλέπουμε και αλλού: δημοτικές αρχές σε πόλεις όπως η Πάτρα, η Λάρισα, ακόμα και συνοικίες της Αθήνας, έχουν δημιουργήσει θερινά σινεμά ή έχουν δώσει κίνητρα σε ιδιώτες να τα λειτουργήσουν, αναγνωρίζοντας ότι αποτελούν πόλο έλξης για την τοπική κοινωνία αλλά και τους επισκέπτες. Έτσι, τα θερινά σινεμά μπήκαν στον 21ο αιώνα με λιγότερες μεν αίθουσες σε σχέση με το παρελθόν, αλλά με ανανεωμένη την εκτίμηση του κοινού για την ιδιαίτερη εμπειρία που προσφέρουν.
Σήμερα: μια καλοκαιρινή παράδοση που επιμένει
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα για τους θερινούς κινηματογράφους στην Ελλάδα; Παρά τις τόσες αλλαγές, εξακολουθούν να αποτελούν ζωντανό κομμάτι της καλοκαιρινής διασκέδασης. Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια λειτουργούν περίπου 150–160 θερινές αίθουσες πανελλαδικά. Συγκεκριμένα, το 2014 καταγράφηκαν 159 θερινοί κινηματογράφοι σε όλη τη χώρα, εκ των οποίων οι 94 βρίσκονταν στην Αθήνα, 8 στη Θεσσαλονίκη και οι υπόλοιποι 57 στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η συγκέντρωση πολλών σινεμά στην πρωτεύουσα δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς η Αθήνα κρατά τα σκήπτρα σε αυτή την παράδοση – όχι μόνο γιατί έχει μεγαλύτερο πληθυσμό, αλλά και γιατί πολλοί ξένοι επισκέπτες ανυπομονούν να ζήσουν την εμπειρία ενός αθηναϊκού θερινού σινεμά κάτω από την Ακρόπολη. Σε άλλες πόλεις, ο αριθμός είναι μικρότερος: για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη σήμερα έχουν απομείνει μόλις 4 θερινές αίθουσες εν λειτουργία, ενώ παλαιότερα ήταν πολλαπλάσιες. Ωστόσο, ακόμα και λιγοστοί, αυτοί οι χώροι συνεχίζουν “να μας θυμίζουν καλοκαίρι” με τον δικό τους τρόπο.
Οι θερινοί κινηματογράφοι σήμερα λειτουργούν λίγους μήνες τον χρόνο (συνήθως Μάιο με Σεπτέμβριο), πράγμα που οικονομικά τους περιορίζει. Συχνά είναι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις ή δημοτικές δομές που παλεύουν με το υψηλό κόστος δικαιωμάτων ταινιών, τη φορολογία και –γιατί όχι– τα καπρίτσια του καιρού (μια βροχή μπορεί να καταστρέψει το ταμείο μιας βραδιάς). Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σημαντικές πρωτοβουλίες στήριξης. Το Υπουργείο Πολιτισμού και άλλοι φορείς κατά καιρούς επιδοτούν αναβαθμίσεις εξοπλισμού (π.χ. την αγορά ψηφιακών προβολέων) και διαφημιστικές καμπάνιες προβολής του θερινού σινεμά ως τουριστικού και πολιτιστικού προϊόντος. Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ) προβάλλει έντονα στο εξωτερικό την εμπειρία “Cinema under the stars in Greece” ως κάτι μοναδικό που πρέπει να ζήσει ο ταξιδιώτης. Πολλοί δήμοι –όπως είδαμε και παραπάνω– διατηρούν δημοτικά θερινά σινεμά με πολύ χαμηλό εισιτήριο ή ακόμα και δωρεάν προβολές για τους δημότες, αναγνωρίζοντας τον κοινωνικό ρόλο τους. Επιπλέον, κινηματογραφικά φεστιβάλ οργανώνουν θερινές προβολές σε πλατείες και πάρκα (π.χ. το Athens Open Air Film Festival), ξαναφέρνοντας την έβδομη τέχνη εκεί όπου ξεκίνησε πριν 120 χρόνια: στον δημόσιο υπαίθριο χώρο.
Μοναδική ατμόσφαιρα στο Σινέ Καμάρι της Σαντορίνης – ένας από τους πιο φημισμένους θερινούς κινηματογράφους διεθνώς, ενταγμένος στη λίστα των ωραιότερων open-air σινεμά της Ευρώπης. Η γοητεία των ελληνικών θερινών σινεμά δεν περνά απαρατήρητη διεθνώς. Το CNN έχει αναδείξει το «Σινέ Θησείον» της Αθήνας (λειτουργεί από το 1935 συνεχόμενα) ως το ομορφότερο θερινό σινεμά στον κόσμο, με φόντο την φωτισμένη Ακρόπολη πίσω από την οθόνη. Παράλληλα, η βρετανική Guardian συμπεριέλαβε το «Ciné Paris» στην Πλάκα και το «Ciné Kamari» στη Σαντορίνη στη δεκάδα με τους καλύτερους θερινούς κινηματογράφους στην Ευρώπη. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, ειδικά στα αθηναϊκά σινεμά του κέντρου, να βλέπει κανείς στο κοινό ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου να συνυπάρχουν – τουρίστες που άκουσαν για αυτή την εμπειρία και θέλουν να τη ζήσουν από κοντά. Έτσι, οι θερινοί κινηματογράφοι λειτουργούν πλέον και ως ένα είδος πολιτιστικής “ατραξιόν” για την Ελλάδα, προσφέροντας κάτι αυθεντικό και νοσταλγικό.
Γιατί αξίζει να διατηρήσουμε αυτή την παράδοση
Οι θερινοί κινηματογράφοι δεν είναι απλώς χώροι προβολής ταινιών – είναι ένα κομμάτι της ελληνικής ψυχής και παράδοσης. Μέσα στον 21ο αιώνα της ψηφιακής υπερσύνδεσης, το να βλέπεις μια ταινία κάτω από τα αστέρια, με τη μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου, αποτελεί μια εμπειρία που συνδέει γενιές. Είναι οι ίδιες καρέκλες όπου κάθονταν οι παππούδες μας στα 50s για να δουν ελληνικές κωμωδίες του Φίνου, τα ίδια χαλικάκια που κράταγαν το πρώτο ραντεβού μιας άλλης εποχής, η ίδια σελήνη που φώτιζε φιγούρες σε ασπρόμαυρο πανί. Διατηρώντας τους θερινούς κινηματογράφους ζωντανούς, διατηρούμε ζωντανές και τις αναμνήσεις, την κοινωνικότητα και τον ρομαντισμό που τους συνοδεύει. Κάθε φορά που ανάβει ο προβολέας σε μια ταράτσα ή σε έναν κήπο, αναβιώνει ένα μικρό κομμάτι από το παλιό καλοκαιρινό όνειρο της Ελλάδας.
Βεβαίως, η παράδοση αυτή για να συνεχιστεί χρειάζεται στήριξη: από το κοινό που θα επιλέξει “θερινό” έναντι του καναπέ, από την Πολιτεία που θα προστατεύσει τους εναπομείναντες χώρους, και από όλους εμάς που θα θυμίζουμε στις νέες γενιές την αξία της εμπειρίας. Κάθε θερινός κινηματογράφος που κλείνει είναι μια απώλεια όχι μόνο ψυχαγωγίας αλλά και μνήμης. Αντίθετα, κάθε θερινός που ανακαινίζεται ή ανοίγει ξανά είναι μια μικρή νίκη του πολιτισμού απέναντι στη λήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου