Οι ιστορικά χαμηλές γεννήσεις και οι λιγοστοί μαθητές στην Α’ Δημοτικού σηματοδοτούν το βάθος του δημογραφικού προβλήματος. Με την Ελλάδα να καταγράφει αρνητικά ρεκόρ γεννήσεων το 2023 και μόλις 71.181 «πρωτάκια» το 2025, ειδικοί και φορείς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Η υπογεννητικότητα δεν είναι απλώς στατιστικοί δείκτες – αντανακλάται και στα άδεια θρανία των σχολείων. Το δημογραφικό αδειάζει τις σχολικές τάξεις, σε μια κρίση που δεν απειλεί μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά το ίδιο το μέλλον της χώρας. Τα τελευταία στοιχεία αποτυπώνουν μια Ελλάδα που «μικραίνει» και γερνάει, με τις επιπτώσεις να διαχέονται σε κοινωνία, οικονομία και θεσμούς.
Μειούμενες γεννήσεις και πληθυσμός (2023-2025)
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το 2023 γεννήθηκαν στην Ελλάδα μόλις 71.455 παιδιά, αριθμός που αποτελεί το χαμηλότερο ιστορικά. Πρόκειται για νέο αρνητικό ρεκόρ, καθώς το 2022 είχαν γεννηθεί 76.095 παιδιά – δηλαδή μέσα σε ένα έτος σημειώθηκε περαιτέρω πτώση 6,1%. Η πτωτική αυτή τάση είναι διαρκής την τελευταία δεκαετία: από το 2010 ο ετήσιος αριθμός γεννήσεων έχει μειωθεί κατά περίπου 38%, γεγονός που αντανακλά εν μέρει τη σύνδεση της οικονομικής κρίσης με τις δυσκολίες απόκτησης παιδιού. Χαρακτηριστικά, το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά στην ιστορία που οι γεννήσεις έπεσαν κάτω από τις 80.000 – έναντι περίπου 150.000 γεννήσεων το 1980.
Το δημογραφικό ισοζύγιο είναι έντονα αρνητικό. Οι θάνατοι ξεπερνούν σταθερά τις γεννήσεις εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, οδηγώντας σε φυσική μείωση πληθυσμού. Το 2023 καταγράφηκαν 128.101 θάνατοι έναντι 71.455 γεννήσεων, και ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 56.446 άτομα (έναντι μείωσης 64.706 το 2022). Με άλλα λόγια, κάθε χρόνο η χώρα χάνει δεκάδες χιλιάδες κατοίκους. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν ότι η απογραφή του 2021 βρήκε την Ελλάδα με 10,4 εκατ. μόνιμους κατοίκους – μείωση 3,5% σε σύγκριση με το 2011. Η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί: εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών προειδοποιούν πως ως το 2050 ο πληθυσμός μπορεί να υποχωρήσει σε μόλις 8 εκατομμύρια, εκ των οποίων πάνω από το 35% θα είναι ηλικίας άνω των 65 ετών.
Αρνητικό ρεκόρ στα σχολεία: τα «πρωτάκια» του 2025
Οι συνέπειες της υπογεννητικότητας γίνονται ιδιαίτερα ορατές στα σχολεία. Το 2025 σημειώθηκε αρνητικό ρεκόρ σύγχρονης ιστορίας στις εγγραφές μαθητών στην Α’ Δημοτικού: μόλις 71.181 παιδιά ξεκίνησαν την πρώτη τάξη, ο μικρότερος αριθμός εδώ και δεκαετίες. Για σύγκριση, το 2010 τα «πρωτάκια» ήταν περίπου 115.000 – αυτό σημαίνει ότι μέσα σε 15 χρόνια σχεδόν 4 στα 10 παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν «χαθεί». Η πτώση είναι δραματική: αν το 2010 κάθε δημοτικό σχολείο γέμιζε τάξεις με 25 μαθητές, σήμερα πολλά θρανία μένουν άδεια.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι πρόκειται για δημογραφικό σοκ με διαχρονικές προεκτάσεις. Τα 71.181 παιδιά της Α’ Δημοτικού το 2025 γεννήθηκαν το 2019, χρονιά κατά την οποία οι συνολικές γεννήσεις ήταν ~83.756. Ήδη διαφαίνεται μια περαιτέρω μείωση: το 2024 οι γεννήσεις εκτιμάται ότι δεν ξεπέρασαν τις 70.000. Με αυτό το ρυθμό, προβολές δείχνουν ότι το σχολικό έτος 2030-2031 οι μαθητές πρώτης τάξης ίσως δεν θα ξεπερνούν τους 60.000. Στην πράξη, αυτό συνεπάγεται λιγότερα τμήματα και σχολεία: στην ύπαιθρο ήδη καταγράφονται λουκέτα. Για παράδειγμα, φέτος στην Ήπειρο δεν χτύπησε κουδούνι σε 38 δημοτικά σχολεία, καθώς αποφασίστηκε η αναστολή λειτουργίας τους λόγω παντελούς έλλειψης μαθητών. Το δημογραφικό λοιπόν «αδειάζει» τα ελληνικά σχολεία, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το εκπαιδευτικό σύστημα και τις μελλοντικές γενιές.
Αίτια της μειωμένης γεννητικότητας
Οι λόγοι πίσω από την κατάρρευση των γεννήσεων στην Ελλάδα είναι σύνθετοι και πολυπαραγοντικοί. Συνοπτικά, οι κυριότεροι παράγοντες που έχουν συμβάλει στη δημογραφική κρίση είναι οι εξής:
Οικονομική ανασφάλεια και κρίσεις: Η βαθιά οικονομική ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας (μνημόνια) και η πρόσφατη πανδημία δημιούργησαν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας. Τα νεαρά ζευγάρια δίστασαν να φέρουν παιδιά σε έναν κόσμο οικονομικής επισφάλειας. Από το 2010 και μετά διαπιστώνεται σαφής συσχέτιση ανάμεσα στην οικονομική κρίση και στη μείωση των γεννήσεων. η χώρα μετά από μια πολυετή κρίση και μια πανδημία που «φρέναραν» κάθε αισιόδοξο οικογενειακό προγραμματισμό βλέπει τις γεννήσεις να μειώνονται κατακόρυφα. Επίσης, ο πληθωρισμός και η ακρίβεια επιβαρύνουν το κόστος ανατροφής παιδιών, λειτουργώντας αποτρεπτικά.
Χαμηλοί μισθοί, ανεργία και στεγαστικό πρόβλημα: Οι οικονομικές δυσκολίες των νέων αντανακλώνται και στον τρόπο ζωής. Οι Έλληνες νέοι απογαλακτίζονται από την οικογένεια κατά μέσο όρο στα 30,6 έτη, το τρίτο υψηλότερο ηλικιακό όριο στην Ευρώπη (όπου ο μέσος όρος είναι 26,3), κυρίως λόγω χαμηλών μισθών και αδυναμίας οικονομικής αυτονομίας. Η εύρεση προσιτής στέγης αποτελεί μεγάλη πρόκληση: το στεγαστικό κόστος θεωρείται από τους μεγαλύτερους ανασχετικούς παράγοντες για όποιον θέλει να δημιουργήσει οικογένεια. Παρά τα προγράμματα (π.χ. «Σπίτι Μου» για φθηνή στέγη σε νέους), πολλά ζευγάρια δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα και κατοικία, με αποτέλεσμα την αναβολή ή ματαίωση τεκνοποίησης.
Μετανάστευση νέων στο εξωτερικό (brain drain): Η μαζική έξοδος μορφωμένων νέων κατά την περασμένη δεκαετία στέρησε από τη χώρα ένα δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού σε παραγωγική και αναπαραγωγική ηλικία. Χιλιάδες νέοι επιστήμονες και επαγγελματίες εγκατέλειψαν την Ελλάδα αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες, ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης. Η «διαρροή εγκεφάλων» αυτή είχε άμεσο δημογραφικό αντίκτυπο: λιγότεροι νέοι εντός συνόρων σημαίνει και λιγότερες πιθανές γεννήσεις. Ο κ. Κοτζαμάνης τονίζει ότι η ανάσχεση του φαινομένου του brain drain είναι ζωτικής σημασίας για να μετριαστεί η πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Κοινωνικές αλλαγές και μεταβολή οικογενειακών προτύπων: Από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, η Ελλάδα βίωσε σημαντικές κοινωνικοπολιτισμικές αλλαγές. Η μαζική είσοδος των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, η αστικοποίηση και η εξέλιξη των αντιλήψεων γύρω από τον ρόλο της γυναίκας, συνέβαλαν στην πτώση της γονιμότητας. Ήδη από τα ’80s οι γεννήσεις ετησίως μειώθηκαν από ~150.000 σε ~100.000, καθώς επικράτησε ένα νέο life style χειραφέτησης και απομάκρυνσης από το παραδοσιακό μοντέλο “μητέρα-νοικοκυρά”. Οι οικογένειες σήμερα αποκτούν λιγότερα παιδιά (συνήθως 1 ή 2), σε μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ ο μέσος όρος πρώτου παιδιού έχει μετακινηθεί προς τα 30. Παράλληλα, παρατηρείται μείωση των γάμων και αύξηση των διαζυγίων, γεγονός που συνδέεται με τη χαμηλή γεννητικότητα (αν και αυξάνονται τα σύμφωνα συμβίωσης ως εναλλακτική μορφή οικογένειας).
Συνολικά, η υπογεννητικότητα δεν οφείλεται σε κάποια μεμονωμένη αιτία, αλλά σε ένα πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων. Η Ελλάδα κινείται σταθερά κάτω από τα δημογραφικά όρια αναπλήρωσης του πληθυσμού: ο δείκτης γονιμότητας έχει πέσει περίπου στο 1,3 παιδί ανά γυναίκα (όταν για απλή αναπλήρωση απαιτείται ~2,1), ενώ η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σημαίνει ότι ολοένα και λιγότεροι νέοι καλούνται να στηρίξουν ολοένα και περισσότερους ηλικιωμένους.
Επιπτώσεις: Μια κοινωνία που γερνά και οι προκλήσεις για οικονομία-εκπαίδευση
Η δημογραφική κάμψη έχει πολυεπίπεδες συνέπειες στην Ελλάδα, οι οποίες γίνονται ήδη αισθητές και προβλέπεται να ενταθούν τις επόμενες δεκαετίες:
Γήρανση του πληθυσμού και πίεση στο κοινωνικό κράτος: Ο ελληνικός πληθυσμός όχι μόνο μειώνεται αριθμητικά, αλλά και γερνάει με ταχύ ρυθμό. Το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών έχει φτάσει ήδη στο 23% (από ~16% το 2000) και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Οι δημογράφοι προειδοποιούν ότι με τους σημερινούς ρυθμούς, το 2030 η Ελλάδα θα είναι η γηραιότερη χώρα της ΕΕ και ως το 2050 1 στους 3 κατοίκους θα είναι άνω των 65 ετών. Αυτό συνεπάγεται έκρηξη στις συνταξιοδοτικές δαπάνες και στις ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, με ένα ολοένα μικρότερο εργατικό δυναμικό να καλείται να στηρίξει δημοσιονομικά μια μεγάλη μερίδα συνταξιούχων. Δεδομένου ότι ήδη σήμερα το 35% του πληθυσμού προβλέπεται να είναι συνταξιούχοι το 2050, τίθεται εν αμφιβόλω η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Το δημογραφικό πρόβλημα χαρακτηρίζεται δικαίως ως «βόμβα στα θεμέλια» της οικονομίας και των συντάξεων, καθώς διαταράσσει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών ηλικιών.
Συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και οικονομική στασιμότητα: Η μείωση των γεννήσεων σήμερα σημαίνει λιγότερους εργαζόμενους αύριο. Ήδη καταγράφεται μείωση στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας (15-64), γεγονός που περιορίζει τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Με λιγότερο ανθρώπινο δυναμικό, η οικονομία αντιμετωπίζει ελλείψεις σε εργατικά χέρια και ταλέντα, ειδικά σε κλάδους αιχμής. Αναλυτές εκτιμούν ότι, εάν δεν υπάρξει αντιστροφή της τάσης, το ΑΕΠ θα δέχεται συνεχή πίεση και η ανταγωνιστικότητα της χώρας θα φθίνει. Έρευνα του ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι η γονιμότητα και οι μεταναστευτικές ροές είναι παράμετροι-κλειδιά: μέτρα τόνωσης των γεννήσεων ή/και μια πιο ενεργή μεταναστευτική πολιτική (π.χ. προσέλκυση εργατικού δυναμικού από το εξωτερικό) μπορούν να μετριάσουν τις οικονομικές απώλειες μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, η γήρανση του εργατικού δυναμικού θα συνεχίσει να αποτελεί πρόκληση για την παραγωγικότητα, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Η τάση αυτή απαιτεί αναπροσαρμογή των δομών της αγοράς εργασίας (π.χ. επέκταση ορίων ηλικίας εργασίας, αξιοποίηση εμπειρίας ηλικιωμένων) ώστε να διατηρηθεί η οικονομική βιωσιμότητα.
Εκπαίδευση και κοινωνική συνοχή: Όπως προαναφέρθηκε, τα σχολεία ήδη νιώθουν το δημογραφικό σοκ. Λιγότεροι μαθητές σημαίνει συγχωνεύσεις τμημάτων, πλεονάζον προσωπικό εκπαιδευτικών σε ορισμένες ειδικότητες και τελικά λιγότερες σχολικές μονάδες, ιδιαίτερα στις αγροτικές ή απομακρυσμένες περιοχές που πλήττονται περισσότερο. Η εικόνα των κλειστών σχολείων σε χωριά και κωμοπόλεις –όπου ολόκληρες γενιές παιδιών έχουν εκλείψει– υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τη ζωντάνια αυτών των κοινοτήτων. Παράλληλα, σε πανελλαδικό επίπεδο, ένα μικρότερο νεανικό πληθυσμό συνεπάγεται λιγότερους φοιτητές και αποφοίτους, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να επηρεάσει την καινοτομική ικανότητα της χώρας και τον ρυθμό παραγωγής νέας γνώσης. Οι κοινωνικές δομές δοκιμάζονται: η έννοια της πολυτεκνικής οικογένειας φθίνει, ενώ ολοένα περισσότερα ζευγάρια είτε μένουν άτεκνα είτε περιορίζονται σε ένα παιδί. Αυτό μεταβάλλει την πληθυσμιακή πυραμίδα και μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν από τα ασφαλιστικά ταμεία έως οι τοπικές κοινωνίες (λιγότεροι νέοι σημαίνει λιγότεροι ενεργοί πολίτες, στρατιώτες, φορολογούμενοι κ.ο.κ.). Σε βάθος χρόνου, ο κίνδυνος είναι ένας φαύλος κύκλος: μια κοινωνία που γερνά δυσκολεύεται να στηρίξει πολιτικές νεολαίας, και η έλλειψη στήριξης αυτή με τη σειρά της αποθαρρύνει τις γεννήσεις.
Σε γενικές γραμμές, το δημογραφικό πρόβλημα λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής άλλων προκλήσεων. Συνδέεται άμεσα με την απασχόληση, το ασφαλιστικό, την υγεία, την εκπαίδευση και την περιφερειακή ανάπτυξη. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να λέγεται ότι πρόκειται για εθνική πρόκληση ύψιστης σημασίας.
Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας το 2025 δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αριθμών, αλλά υπαρξιακό διακύβευμα για το μέλλον της χώρας. Με τις γεννήσεις να βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό και τις τάξεις των σχολείων να αραιώνουν, η κοινωνία μας αντιμετωπίζει μια σιωπηλή κρίση. Η εικόνα των 1.760 «φαντασμάτων» τάξεων (όσες θα γέμιζαν τα 44.000 παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ μεταξύ 2010 και 2025.
Σε τελική ανάλυση, το δημογραφικό δεν είναι μόνο θέμα επιβίωσης πληθυσμιακής – είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Η αναστροφή της σημερινής πορείας θα είναι δύσκολη, αλλά όχι ανέφικτη, εφόσον υπάρξει συλλογική βούληση και ολοκληρωμένο σχέδιο. Οι άδειες κούνιες και τα κλειστά σχολεία μπορούν να δώσουν τη θέση τους σε νέα ξεκινήματα, εάν η πολιτεία, η κοινωνία και η οικονομία συνεργαστούν για να ξαναδώσουν ζωή και προοπτική στην Ελλάδα του αύριο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου