Πέρυσι ήταν η Αττική, φέτος η Πάτρα. Το πρωτοφανές φαινόμενο η φωτιά να φτάνει μέσα στον αστικό ιστό μιας μεγαλούπολης βίωσε για δεύτερο συνεχόμενο καλοκαίρι η Ελλάδα. Η μεγάλη φωτιά που έφτασε στις παρυφές της Πάτρας, επανέφερε στη μνήμη όλων την περσινή πυρκαγιά στην Αττική, όταν η φωτιά από τον Βαρνάβα, έφτασε μέσα σε ένα μόλις 24ωρο στο Χαλάνδρι. Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη, παύει να είναι σύμπτωση.
Για ακόμη ένα καλοκαίρι, αναδεικνύονται τεράστιες ελλείψεις σε ότι αφορά ζητήματα πρόληψης και πυροπροστασίας. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι μέσα σε μόλις 48 ώρες, περισσότερα από 100.000 στρέμματα έγιναν στάχτη από τις έξι πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν στη χώρα τις τελευταίες ημέρες. Το ακόμη χειρότερο όμως, όπως επεσήμαναν ειδικοί στο iEidiseis.gr, είναι ότι η απώλεια του δάσους γύρω από τις μεγάλες αστικές πόλεις, οδηγεί σε υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα, σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας, επιδείνωση ενός συνεχόμενου αισθήματος δυσφορίας τα καλοκαίρια και εντονότερα πλημμυρικά φαινόμενα. Τα επόμενα χρόνια αναμένονται ολοένα και πιο δύσκολα για τους κατοίκους των μεγαλουπόλεων.
«Όσο έχουμε γυμνές εκτάσεις, η ποιότητα του αέρα επιβαρύνεται»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis.gr ο Ανδρέας Καζαντζίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, «η γενική εικόνα είναι ότι όταν έχουμε πυρκαγιές σε περιαστικές περιοχές, -αναλόγως με το πως αυτές εξελίσσονται και τις μετεωρολογικές συνθήκες-, μπορούν σίγουρα να επηρεάσουν και την υπόλοιπη πόλη».
Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι «στην Πάτρα, είδαμε το τελευταίο διήμερο ότι η πυκνότητα του αέρα -τουλάχιστον σε ότι αφορά τα μικροσωματίδια που μετράμε-, ήταν κατά περιόδους κακή ή και πολύ κακή. Δηλαδή, οι τιμές ξεπέρασαν ανά περιόδους τα 50 ή και τα 75 μικρογραμμάρια, ενώ όταν ξεπερνούν τα 25 μικρογραμμάρια, θεωρούμε ότι η ποιότητα του αέρα είναι κακή».
Δυστυχώς όμως η υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα, αποτελεί ένα μακροχρόνιο πρόβλημα, καθώς όπως εξήγησε ο κ. Καζαντζίδης, «όσο έχουμε γυμνές εκτάσεις, η ποιότητα του αέρα επιβαρύνεται. Όπου υπάρχει χώμα και σκόνη, αυτό έχει άμεση επίπτωση στην ποιότητα του αέρα».
«Αυξάνεται η δυσφορία»
Όπως εξήγησε ο ίδιος, «αυτή η έκθεση στα σωματίδια και ειδικά στα μικρά σωματίδια, είναι επικίνδυνη ούτως ή άλλως. Άλλωστε, τα σωματίδια είναι ο νούμερο ένα ρύπος σε ότι αφορά τις επιπτώσεις στην υγεία και ειδικά ασθένειες του αναπνευστικού».
Αυτό βέβαια δεν είναι το μόνο πρόβλημα, καθώς «το δάσος βοηθάει στην απορρύπανση της περιοχής μέσω φυσικών μηχανισμών. Είναι κρίμα ότι χάνουμε αυτό το κομμάτι πρασίνου κι αυτό δεν αφορά μόνο την ποιότητα του αέρα, αλλά και τις συνθήκες της θερμοκρασίας και της υγρασίας. Δηλαδή, τις συνθήκες δυσφορίας που αντιλαμβανόμαστε όταν έχουμε ακραία καιρικά φαινόμενα. Η δυσφορία που θα νιώσει σε έναν καύσωνα, ένας κάτοικος που ζει σε περιοχή όπου έχει καεί το περιαστικό δάσος, είναι ακόμα μεγαλύτερη»
«Τα πράγματα δεν θα γίνουν καλύτερα τα επόμενα χρόνια»
Κι αυτό ενώ, «οδηγούμαστε στην Ελλάδα σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες και πιο ξηρές συνθήκες. Το σίγουρο είναι ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν καλύτερα τα επόμενα χρόνια».
Αυτός είναι ο λόγος που ο κ. Καζαντζίδης θεωρεί πως «χρειάζεται να επιταχύνουμε στο κομμάτι της προσαρμογής και της αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων. Απαιτούνται μέτρα που σχετίζονται με την προστασία του περιαστικού πρασίνου, την υγεία του φυσικού περιβάλλοντος και την καταγραφή δεδομένων. Αυτό είναι απαραίτητο, ώστε να γίνει το πλάνο διαχείρισης για τις επόμενες δεκαετίες και να δούμε τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα».
«Αύξηση της θερμοκρασίας του εδάφους και του αέρα»
Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος, Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ανέφερε στο iEidiseis πως «όπως και πέρυσι στην Αττική, έτσι και φέτος στην Πάτρα, βλέπουμε τις φωτιές να φτάνουν στον αστικό ιστό».
Πρόκειται για κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο είναι «ανησυχητικό, επειδή καταστρέφεται ένα κομμάτι πρασίνου που βρίσκεται πολύ κοντά σε αστική περιοχή. Αυτό επηρεάζει σταδιακά το μικροκλίμα της περιοχής, την υποβαθμίζει αισθητικά και καταστρέφει ένα οικοσύστημα που θα κάνει χρόνια να επανέλθει. Κι αυτό αφορά και τις όμορες περιοχές».
Κάτι όμως που επίσης έχει αναδείξει η ομάδα του ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, είναι ότι «η καμένη έκταση, αυξάνει τη θερμοκρασία του εδάφους συγκριτικά με το παρελθόν. Είδαμε ότι στην περιοχή που επλήγη στην Αττική από την περυσινή πυρκαγιά, οι τιμές της θερμοκρασίας του εδάφους ήταν έως και 10 βαθμούς Κελσίου υψηλότερες. Παράλληλα, σε αυτές τις περιοχές και η θερμοκρασία του αέρα μπορεί να έχει μια διαφορά 2-3 βαθμών Κελσίου η οποία είναι πολύ σημαντική».
Κι όλα αυτά ενώ «κατά μέσο όρο, η αύξηση της θερμοκρασίας στη χώρα μας έχει ανέβει κατά 1.5 βαθμό Κελσίου. Σε κάποιες περιοχές το καλοκαίρι αυτή η αύξηση ξεπερνάει και τους 2 βαθμούς Κελσίου. Επομένως, στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, προστίθενται και οι επιπτώσεις από τις καμένες εκτάσεις σε τοπικό επίπεδο. Και μπορεί σταδιακά οι καμένες εκτάσεις να αρχίσουν και πάλι να πρασινίζουν και αυτές οι επιπτώσεις να αρχίσουν να μειώνονται, εντούτοις, αυτή η αποκατάσταση θα πάρει χρόνο. Ή θα έρθει ή επόμενη φωτιά».
«Το θερμικό στρες δεν διακόπτεται»
Αυτή η νέα πραγματικότητα, έχει ως αποτέλεσμα «οι θερμοκρασίες να μένουν υψηλά στις μεγάλες πόλεις ακόμη και κατά τη νύχτα. Το θερμικό στρες δεν διακόπτεται καθόλου μέσα στο 24ωρο. Πλέον το καλοκαίρι σκεφτόμαστε τους καύσωνες και τις πυρκαγιές τις οποίες έχουμε σε μεγάλη συχνότητα».
Άλλωστε, «μας ανησυχεί ότι στα 4 από τα τελευταία 5 καλοκαίρια, είχαμε μεγάλους καύσωνες, μεγάλης διάρκειας στη χώρα μας. Δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν να έχουμε μαζεμένους τόσους πολλούς καύσωνες, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτές οι συνθήκες βοηθούν τη φωτιά να γίνει ανεξέλεγκτη».
«Δεν μπορούμε να χάσουμε άλλο πράσινο»
Κι όλα αυτά ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, «έχουν έτσι κι αλλιώς λίγο πράσινο. Για παράδειγμα, στην Αττική έχουμε ήδη χάσει το 37% του περιαστικού δάσους τα τελευταία οχτώ χρόνια. Δεν έχουμε περιθώριο στην Αττική και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Πάτρα να χάσουμε άλλα πράσινα κομμάτια».
Αυτό που θα πρέπει πλέον να γίνει σύμφωνα με τον κ. Λαγουβάρδο, είναι «να καθαριστούν οι περιοχές από τα καμένα, επειδή ένα άλλο πρόβλημα είναι τα νερά. Χάνοντας το ριζικό σύστημα εξαιτίας της απώλειας των δέντρων, υπάρχει μια γρήγορη απορροή του νερού όταν βρέχει και μπορούν να δημιουργηθούν πιο εύκολα πλημμυρικά επεισόδια. Η ευαλωτότητα στις πλημμύρες είναι πιο έντονη όταν οι καμένες εκτάσεις ακουμπάνε στις πόλεις. Θα πρέπει να παρθούν κάποια μέτρα που γνωρίζουν οι δασολόγοι και οι μηχανικοί ώστε να μετριάσουν κάπως τη ροή του νερού».
«Πρέπει να μάθουμε γιατί οι πυρκαγιές έφτασαν στις πόλεις»
Επίσης, «μας ανησυχεί η έλλειψη του νερού και του χιονιού, που ξηραίνει περισσότερο τις περιοχές. Ως αποτέλεσμα, το καλοκαίρι ξηραίνεται η καύσιμη ύλη στα δάση. Οι περιοχές που καίγονται γίνονται περισσότερο εύφλεκτες, αναπτύσσονται πολύ μεγάλα θερμικά φορτία και οι πυρκαγιές είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τις δυνάμεις της Πυροσβεστικής».
Άλλωστε, «εξαιτίας των μετεωρολογικών συνθηκών, βλέπουμε να απλώνεται η αντιπυρική περίοδος. Πέρυσι είχαμε μια μεγάλη φωτιά στην Κορινθία στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Όλη αυτή η διασπορά και κόπωση των δυνάμεων της Πυροσβεστικής, κάνει τα πράγματα χειρότερα».
Παράλληλα, ο κ. Λαγουβάρδος επεσήμανε πως «πρέπει να μάθουμε γιατί οι πυρκαγιές έφτασαν μέχρι τις πόλεις. Να υπάρξει μια δημόσια αποτίμηση του τι συμβαίνει στις μεγάλες πυρκαγιές και φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Όχι με την έννοια της περιέργειας ή του να βρούμε ποιος φταίει. Μπορεί να μην φταίει κανείς. Αλλά πρέπει να δούμε τι δεν πήγε καλά, ώστε να το διορθώσουμε την επόμενη φορά. Αυτό όμως δεν το βλέπουμε να συμβαίνει».
Βασίλης Ανδριανόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου